Robert Schumann: Ο Μεγάλος Ρομαντικός
Ο Robert Schumann (Ρόμπερτ Σούμαν) ήταν Γερμανός συνθέτης και κριτικός που γεννήθηκε στο Zwickau στις 8 Ιουνίου 1810. Μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, μια ταλαιπωρημένη ιδιοφυία, έγραψε μερικές από τις σπουδαιότερες μουσικές της ρομαντικής εποχής και επίσης μερικές από τις πιο αδύναμες. Σοβαρά επηρεασμένος από ενδεχόμενη διπολική διαταραχή, πέτυχε σχεδόν μια υπεράνθρωπη παραγωγή έργων κατά τις μανιακές εξάρσεις του. Η ζωή του τελείωσε νωρίς και ιδιαιτέρως στενόχωρα με μια βύθιση στην παραφροσύνη που λέγεται πως του προκάλεσε η σύφιλη.
Ο Σούμαν μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον τόσο λογοτεχνικό όσο και ασταθές
Άρχισε μαθήματα πιάνου στα επτά του και σπούδασε λατινικά και ελληνικά στο σχολείο του Zwickau, αναπτύσσοντας έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και το γράψιμο καθώς έμπαινε στην εφηβεία του.
Συνέχισε ωστόσο να εξελίσσεται ως πιανίστας και παράλληλα έγραψε μυθιστορήματα. Όταν ήταν 16 ετών ο πατέρας του πέθανε και τον ίδιο μήνα η αδερφή του αυτοκτόνησε.
Ο πατέρας του είχε ορίσει ότι για να λάβει ο Ρόμπερτ την κληρονομιά του, έπρεπε να παρακολουθήσει ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστημιακό επίπεδο, έτσι, τον επόμενο χρόνο ο Σούμαν γράφτηκε ως φοιτητής νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.
Πέρασε το χρόνο του διαβάζοντας Jean Paul Richter και σύντομα έγινε μαθητής πιάνου του Friedrich Wieck.
Το 1830, ο Schumann αποφάσισε να παραιτηθεί από τη νομική αλλά όχι από τις σπουδές του με τον Wieck.
Παρά την αδιάκοπη και επίπονη εξάσκηση, δεν έγινε ποτέ ο βιρτουόζος πιανίστας που ήλπιζε να γίνει, λόγω ενός μουδιάσματος στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του.
Η δεκαετία του 1830 ήταν ταραχώδης για τον Σούμαν. Μάλωσε με τον Wieck τόσο για την εκπαίδευσή του όσο και για τη σχέση του με την Clara, για την οποία ο Wieck ήταν αντίθετος.
Υπό το άγχος, έπινε και κάπνιζε πολύ και υπέστη τις πρώτες του κρίσεις κατάθλιψης. Σταδιακά, ο Schumann εγκατέλειψε το όνειρο της δεξιοτεχνίας του πληκτρολογίου και δραστηριοποιήθηκε ως κριτικός, κάτι για το οποίο ήταν, όσο ζούσε, τόσο γνωστός όσο και για τη μουσική του. Ταυτόχρονα εξελίχθηκε σε έναν αρκετά ικανό συνθέτη.
Το 1834 ίδρυσε το Neue Zeitschrift für Musik
μετατρέποντας το σε πλατφόρμα για τη φιλοσοφία του, για τη μουσική του παρελθόντος και του παρόντος και, για ανακοινώσεις και αναλύσεις νέων έργων.
Ανάμεσα στα δικά του σημαντικά έργα της δεκαετίας ήταν η πλειονότητα των κομματιών που καθιέρωσαν τη φήμη του ως συνθέτη για πιάνο: Carnaval , Davidsbündler Tänze , Symphonic Etudes , Fantasy in C, Kinderszenen, Kreisleriana κ.α.π. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε φίλος του Σοπέν και του Μέντελσον .
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1854, η ψυχική υγεία του Σούμαν επιδεινώθηκε δραματικά:
Λέγεται πως ακουγε «αγγελικές» φωνές που γρήγορα μεταμορφώθηκαν σε κτηνώδεις. Ένα πρωί του Φεβρουαρίου, περπάτησε σε μια γέφυρα πάνω από τον Ρήνο, στάθηκε για λίγο και, έπεσε μέσα,τον έσωσαν κάποιοι ψαράδες που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση.
διά ταύτα
Η λογοτεχνική ευαισθησία και η ενδοσκοπική φύση του Σούμαν τον οδήγησαν να εμποτίσει σχεδόν όλες του τις συνθέσεις με το προσωπικό του στίγμα — στην περίπτωση των καλύτερων τραγουδιών Lied και άλλων συνθέσεων του για πιάνο.
Σχεδόν όλη η μουσική του είναι αναφορική, επιχειρώντας να ενσαρκώσει συναισθήματα που προκαλούνται από τη λογοτεχνία ή να περιγράψει μουσικά τις αλληλεπιδράσεις των ηρώων του σε κάποιο συνεχιζόμενο μυθιστόρημα ή λυρικό ποίημα του νου.
Η λυρική, έντονη μουσικότητα του Schumann παρήγαγε μερικά από τα πιο όμορφα και συγκινητικά lieder του ρεπερτορίου. Το Dichterliebe, ένα σκηνικό 16 ποιημάτων του Χάινριχ Χάινε, είναι ο πιο γνωστός κύκλος τραγουδιών του και ένα υπέρτατο επίτευγμα στα γερμανικά Lieder. Άλλοι κύκλοι περιλαμβάνουν το Frauenliebe und Leben και δύο σετ με τίτλο Liederkreis (ένα σε ποιήματα του Heine και, ένα σε ποιήματα του Joseph von Eichendorf). Υπάρχει μια σημαντική επίσης, παραγωγή μουσικής δωματίου, οι καλύτερες συνθέσεις είναι το Κουιντέτο πιάνου, το Κουαρτέτο Πιάνου και τα Τρία Ρομάντζα για όμποε και πιάνο.