Η σκηνοθεσία στην όπερα είναι μια τέχνη με όρια

Η όπερα, ως σύμπλεγμα μουσικής, θεάτρου και σκηνικής τέχνης, αποτελεί ένα από τα πιο απαιτητικά και πολυσύνθετα είδη καλλιτεχνικής έκφρασης. Αν και η μουσική παραμένει η αναμφισβήτητη ψυχή της, η σκηνοθεσία έχει αποκτήσει όλο και μεγαλύτερη σημασία, καθορίζοντας συχνά την πρόσληψη του έργου από το κοινό. Ωστόσο, η σκηνοθετική προσέγγιση μπορεί να μεταβάλει δραματικά το τελικό αποτέλεσμα, άλλοτε εμπλουτίζοντάς το με νέες ερμηνευτικές διαστάσεις και άλλοτε διαστρεβλώνοντάς το σε βαθμό που αλλοιώνει την αρχική του ουσία.

Τα Όρια της Σκηνοθετικής Παρέμβασης

Η συζήτηση γύρω από τα όρια της σκηνοθεσίας στην όπερα είναι διαρκής και, συχνά αμφιλεγόμενη. Πολλοί σκηνοθέτες υιοθετούν ριζοσπαστικές ερμηνείες των κλασικών έργων, μεταφέροντάς τα σε νέες χρονικές περιόδους, αποδομώντας τα παραδοσιακά αφηγηματικά στοιχεία ή εισάγοντας έντονα μεταμοντέρνα αισθητικά στοιχεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι επεμβάσεις μπορούν να προσφέρουν ανανεωμένες αναγνώσεις και να προσελκύσουν νέο κοινό. Ωστόσο, συχνά οι προθέσεις αυτές οδηγούν σε ακραίες αισθητικές ανατροπές που καταλήγουν να λειτουργούν εις βάρος της ίδιας της μουσικής και του έργου.

Όταν η Σκηνοθεσία Υπερβαίνει τα Όρια

Υπάρχουν σκηνοθετικές παρεμβάσεις που ξεφεύγουν τόσο από το πνεύμα της σύνθεσης όσο και από την ιστορική-κοινωνική δομή του έργου. Σε πολλές παραγωγές, έχουμε δει τοποθετήσεις της δράσης σε άσχετα περιβάλλοντα, με αταίριαστα σύγχρονα στοιχεία, που μοιάζουν περισσότερο με μια πρόκληση παρά με μια συνειδητή καλλιτεχνική επιλογή.

Ένα παράδειγμα τέτοιου εγχειρήματος είναι οι μοντέρνες εκδοχές της «Τραβιάτα» του Βέρντι ή του «Ντον Τζοβάννι» του Μότσαρτ, όπου οι ήρωες βρίσκονται σε αποστειρωμένα, ψυχρά σκηνικά ή ενταγμένοι σε δυστοπικά τοπία, απομακρυσμένα από το πάθος και τη δραματουργία της μουσικής τους. Αντί η σκηνοθεσία να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, δημιουργεί ένα χάσμα που αποξενώνει το κοινό από την αυθεντική εμπειρία της όπερας.

Πότε η Σκηνοθεσία Αναδεικνύει το Έργο

Υπάρχουν, βέβαια, και σκηνοθετικές προσεγγίσεις που, χωρίς να είναι συντηρητικές, αναδεικνύουν την ουσία του έργου. Σκηνοθέτες όπως ο Ζαν-Πιερ Πονέλ και ο Φράνκο Τζεφιρέλι κατάφεραν να ανανεώσουν την όπερα μέσα από οπτικές που παρέμειναν πιστές στη μουσική και τη θεατρική λογική της κάθε σύνθεσης. Αυτές οι παραγωγές δεν επιχείρησαν να επιβάλουν ένα εξωγενές νόημα στο έργο, αλλά να το φωτίσουν μέσα από νέα δραματουργικά και εικαστικά μέσα.

Η Ευθύνη των Σκηνοθετών

Ένας σκηνοθέτης οφείλει να θυμάται ότι η όπερα δεν είναι ένας «λευκός καμβάς» πάνω στον οποίο μπορεί να προβάλλει ανεξέλεγκτα τις προσωπικές του αναζητήσεις. Η μουσική και το λιμπρέτο είναι αυτα που καθοδηγούν τη σκηνική δράση και όχι το αντίστροφο. Η ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργική ελευθερία και τον σεβασμό στο έργο είναι δύσκολη, αλλά απαραίτητη.

Το κοινό της όπερας, ανεξάρτητα από το αν είναι συντηρητικό ή ανοιχτό σε νέες ερμηνείες, έχει ανάγκη να νιώσει το έργο στην πληρότητά του. Όταν η σκηνοθεσία γίνεται αυτοσκοπός, καταλήγει να μετατρέπει την παράσταση σε μια εγκεφαλική άσκηση που δεν συγκινεί, αλλά ξενίζει.

Η σκηνοθεσία στην όπερα είναι μια τέχνη με όρια. Δεν είναι απόλυτα άκαμπτη, αλλά ούτε και απεριόριστη. Κάθε σκηνοθέτης που αναλαμβάνει ένα κλασικό έργο έχει μια διπλή ευθύνη: αφενός να το σεβαστεί και αφετέρου να το αναδείξει με τρόπο που να διατηρεί τη συναισθηματική του δύναμη. Όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, το αποτέλεσμα είναι μια σκηνική κατασκευή που, αντί να υπηρετεί τη μουσική, την υπονομεύει. Και τότε, αντί για ένα αριστούργημα, έχουμε απλώς μια θεατρική υπερβολή που ξεθωριάζει με τον χρόνο.

© Yiannis Panagiotakis