Francis Poulenc, Les chemins de l’amour: Ένα κλασικό τραγούδι που μιλάει στην ψυχή μας

Ένα τραγούδι τόσο απλό και ταυτόχρονα γεμάτο βάθος, τόσο οικείο και συγχρόνως μυστηριώδες, που ποτέ δεν σταμάτησε να μας αγγίζει σε κάθε του ακρόαση. Το Les chemins de l’amour του Francis Poulenc, με την αριστοτεχνική του μελωδία και τους στίχους του Jean Anouilh, είναι εκείνο το έργο που παραμένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο, με εκείνη τη μοναδικότητά του που, καταφέρνει πάντα να αναδύει νέα συναισθηματικά αποτυπώματα.

Γράφτηκε το 1940, σε μια εποχή γεμάτη αναστάτωση, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται και τη Γαλλία να βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο, η τέχνη αναδύθηκε ως καταφύγιο και ο Poulenc, συνθέτοντας αυτό το τραγούδι, έδωσε φωνή στη νοσταλγία για έναν κόσμο που βυθιζόταν, για έναν έρωτα που χάνονταν μέσα στην γρήγορη προέλαση της ιστορίας. Το Les chemins de l’amour είναι μια μουσική αφήγηση για τη χαμένη αθωότητα, για την περιπλάνηση στα μονοπάτια της αγάπης, που αποπνέει έναν θλιμμένο ρομαντισμό.

Αρχικά, το έργο γράφτηκε ως μουσική για το θεατρικό έργο Léocadia του Anouilh, που ανέβηκε στο Παρίσι το 1940. Η πρώτη του ερμηνεία έγινε από τη διάσημη σοπράνο και ηθοποιό Yvonne Printemps, η οποία με την ιδιάζουσα θεατρική της χροιά και τη σαγηνευτική της φωνή, απέδωσε όλη την ουσία του τραγουδιού. Μια ερμηνεία που παραμένει κλασική, γεμάτη λυρική ένταση, ενώ, ταυτόχρονα, φέρει μια υπόγεια ειρωνεία, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Poulenc στη μουσική του.

Το πιο αξιοσημείωτο όμως στοιχείο του Les chemins de l’amour είναι η διττή του φύση, αυτή η αντιφατικότητα που είναι τόσο χαρακτηριστική της μουσικής του Poulenc. Ενώ η μελωδία του είναι σχεδόν αναμενόμενη και με μία αίσθηση ψυχικής αποφόρτισης, η μουσική του έχει μια ελαφριά ειρωνεία, ένα διακριτικό χαμόγελο πίσω από το σοβαρό, σχεδόν μελαγχολικό ύφος. Είναι σαν να μας λέει ότι, όσο ωραία κι αν είναι η αγάπη και τα όνειρα που γεννά, πάντα κρύβουν μία πικρία, μια αίσθηση απώλειας, την οποία ο χρόνος μόνο θα μπορέσει να αφομοιώσει.

Αυτός ο συνδυασμός γλυκύτητας και πικρίας, που η μουσική αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο, είναι ίσως αυτό που κάνει το έργο να παραμένει τόσο ζωντανό και να μιλάει στην ψυχή μας, ακόμη και τώρα.

Η καθολικότητα του έργου φυσικά, δεν περιορίζεται μόνο στην εποχή του, καθώς το Les chemins de l’amour ανήκει σε εκείνα τα αριστουργήματα που, ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου, έχουν τη δύναμη να αγγίξουν κάθε γενιά. Ο Poulenc, με αυτήν την σύνθεση, μας προσκαλεί να κάνουμε το ίδιο ταξίδι μέσα από το τραγούδι του: να διαβούμε τα μονοπάτια της αγάπης και του πόνου, χωρίς ποτέ να ξεχάσουμε το μεγαλείο του ταξιδιού αυτού, ανεξαρτήτως του πόσο δυσάρεστα και αβέβαια φαινομενικά είναι τα αποτελέσματα.

Το έργο συνεχίζει να έχει μια αξιοσημείωτη επίδραση στις σύγχρονες ερμηνείες του. Η ηχογράφηση της Jessye Norman, για παράδειγμα, προσφέρει μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα του τραγουδιού σε μια πιο οπερατική διάσταση, με τη δύναμη και το βάρος της φωνής της. Από την άλλη, η ερμηνεία της Patricia Petibon προσδίδει μια πιο ανάλαφρη διάσταση στην αρχική μελωδία, καταδεικνύοντας τις πολλές διαφορετικές όψεις που μπορεί να πάρει το ίδιο τραγούδι, αναλόγως την ερμηνευτική προσέγγιση.

Το Les chemins de l’amour είναι, επομένως, το ιδανικό παράδειγμα για το πώς η μουσική μπορεί να συμπυκνώσει έναν ολόκληρο κόσμο συναισθημάτων και εικόνων σε λίγα μόνο λεπτά. Με την απλότητα του και την αβίαστη χάρη του, καταφέρνει να αποκαλύψει όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, και ως εκ τούτου, παραμένει ένα διαχρονικό έργο που εξακολουθεί να έχει απίστευτη συναισθηματική δύναμη, και να μιλάει στην ψυχή μας.

© Yiannis Panagiotakis