Ein deutsches Requiem του Johannes Brahms: Η Αθέατη Ελπίδα του Θανάτου

Η Αθέατη Ελπίδα του Θανάτου

Αν υπάρχει ένα μουσικό έργο που ανατρέπει τις παραδοσιακές αντιλήψεις γύρω από τη νεκρώσιμη ακολουθία, αυτό είναι αναμφίβολα το Ein deutsches Requiem του Johannes Brahms. Συνήθως, τα ρέκβιεμ στη δυτική μουσική αποτελούν λειτουργίες με στόχο την εξιλέωση των νεκρών, βυθισμένα στη δέηση για την ψυχή που αποχωρεί. Ωστόσο, το έργο του Brahms μοιάζει να απομακρύνεται από αυτό το δογματικό πλαίσιο, δημιουργώντας μια μουσική λειτουργία που κοιτάζει όχι προς τον θάνατο, αλλά προς τη ζωή.

Το Requiem ως Αντί-Ρέκβιεμ

Η επιλογή του Brahms να βασίσει το λιμπρέτο του σε κείμενα από τη Λουθηρανική Βίβλο – και όχι στη λατινική λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας – σηματοδοτεί από την αρχή μια σιωπηλή επανάσταση. Τα κείμενα που επέλεξε δεν εστιάζουν στη Δευτέρα Παρουσία ή στην κρίση των ψυχών, αλλά στην παρηγοριά των θλιμμένων:

«Μακάριοι οι πενθούντες, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν»
(Κατά Ματθαίον 5:4)

Η παρηγοριά αυτή δεν έρχεται ως θεία υπόσχεση, αλλά ως μια σχεδόν ανθρωπιστική αποδοχή της θλίψης. Ο Brahms μετατρέπει το ρέκβιεμ σε ένα έργο συμπόνιας για τους ζωντανούς – μια λυτρωτική, γήινη σιγουριά ότι η ζωή, παρόλη τη φθορά της, φέρει μέσα της έναν δικό της λυτρωτικό κύκλο.

Η Σιωπηλή Επανάσταση του Brahms

Η μουσική δομή του έργου υπηρετεί αυτή την επανάσταση. Αντί να ξεκινήσει με τη συνήθη εικόνα της κρίσης, το πρώτο μέρος βυθίζεται σε έναν ζεστό, στοχαστικό τόνο. Οι χορωδίες του Selig sind ηχούν σαν βραδινή προσευχή, περισσότερο παρά σαν κραυγή θρήνου.

Η κεντρική κορύφωση του έργου έρχεται με το «Wie lieblich sind deine Wohnungen» – ένα μέρος που θυμίζει περισσότερο ύμνο στη γαλήνη παρά στον φόβο του θανάτου. Η παρουσία του φωτός διαπερνά τη σκοτεινή σκιά του θανάτου, διαμορφώνοντας έναν ηχητικό χώρο που μοιάζει να αντηχεί τις ρομαντικές απεικονίσεις της φύσης στα έργα του Schumann ή στα ποιήματα του Hölderlin.

Φως μέσα από τη Σκιά

Ίσως το πιο ανατρεπτικό στοιχείο του έργου είναι η αίσθηση ότι ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται ως απόλυτο τέλος, αλλά ως μετάβαση σε μια αόρατη γαλήνη. Η μουσική του Brahms δεν προφητεύει μια μέλλουσα σωτηρία, αλλά μια παρηγορητική συγκατάθεση στο αναπόφευκτο της ανθρώπινης μοίρας.

Αυτός ο στοχαστικός τόνος τοποθετεί το Ein deutsches Requiem σε μια λεπτή γέφυρα μεταξύ ρομαντισμού και μοντερνισμού. Ο Brahms δεν μιλά για το Θεό όπως ο Bach, ούτε για τη φρίκη της απώλειας όπως ο Mahler. Αντιθέτως, η μουσική του θυμίζει περισσότερο έναν σιωπηλό υπαρξιστή, που διαλογίζεται τη θνητότητα ως κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.

Το Ein deutsches Requiem είναι μια μουσική παρακαταθήκη που μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο στον κόσμο που μένει πίσω παρά σε αυτόν που αναχωρεί. Ίσως γι’ αυτό η μουσική του Brahms εξακολουθεί να ακούγεται τόσο σύγχρονη: γιατί μιλά για τον θάνατο χωρίς να υποκύπτει στον τρόμο του, αλλά αναγνωρίζοντάς τον ως μια ανεπαίσθητη, αναπόφευκτη στιγμή του κύκλου της ζωής.

Ακούγοντας το έργο σήμερα, σε μια εποχή όπου η πνευματικότητα γίνεται όλο και πιο προσωπική και αμφίθυμη, το Ein deutsches Requiem αναδύεται ως ένα διαχρονικό μουσικό δοκίμιο για τη συμφιλίωση με την ανθρώπινη μοίρα – ένα φως που ανατέλλει μέσα από τη σκιά της απώλειας.

© Yiannis Panagiotakis